καταλαλιά

καταλαλιά
καταλαλιά, ᾶς, ἡ (s. prec. and next entry; Leontius 18 p. 36, 9; Wsd 1:11; TestGad 3:3; GrBar; AscIs 3, 26; AcPh 142 [Aa II/2, 81, 8].—The ancients preferred κατηγορία. Thus Thom. Mag.: καταλαλιὰ οὐδεὶς εἶπε τῶν ἀρχαίων ἀλλʼ ἀντὶ τούτου κατηγορία) the act of speaking ill of another, evil speech, slander, defamation, detraction in lists of vices (s. on πλεονεξία) in sing. and pl. (to denote individual instances) 2 Cor 12:20; 1 Cl 35:5; B 20:2; Pol 2:2; 4:3; Hm 8:3; Hs 9, 15, 3. ἀποτίθεσθαι πάσας καταλαλιάς put away all slanders 1 Pt 2:1. φεύγειν καταλαλιάς avoid evil speaking 1 Cl 30:1; cp. vs. 3; πιστεύειν τῇ κ. believe the slander Hm 2:2; πονηρὰ ἡ κ. 2:3; κ. is injurious to faith Hs 9, 23, 2; cp. 3.—DELG s.v. λαλέω. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταλαλιά — καταλαλιά̱ , καταλαλιά evil report fem nom/voc/acc dual καταλαλιά̱ , καταλαλιά evil report fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαλιᾷ — καταλαλιά evil report fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαλιά — η (AM καταλαλιά) [καταλαλώ] συκοφαντία, κατηγορία, κακογλωσσιά («ἀποθέμενοι... φθόγγους καὶ πάσας καταλαλιάς», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • καταλαλιά — η κακολογία, κατηγορία, κακογλωσσιά. Μ έφαγε η καταλαλιά του κόσμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταλαλιάν — καταλαλιά̱ν , καταλαλιά evil report fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαλιάς — καταλαλιά̱ς , καταλαλιά evil report fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαλιαῖς — καταλαλιά evil report fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαλιαί — καταλαλιά evil report fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαλιᾶς — καταλαλιά evil report fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαλιῶν — καταλαλιά evil report fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαλητό — το η καταλαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού αμάρτυρου στα άλλα γένη ρηματ. επιθ. *καταλαλη τός (< κατα λαλώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”